χιλιοστό — το, Ν 1. καθένα από τα χίλια ίσα μέρη στα οποία διαιρείται μια μονάδα, χιλιοστημόριο 2. χιλιοστόμετρο 3. στρ. (ειδικά στο πυροβολικό) μονάδα μέτρησης γωνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. χιλιοστός] … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
λευκοκυττάρωση — Παθολογική αύξηση του αριθμού των λεμφοκυττάρων (λευκών αιμοσφαιρίων) του αίματος. Θεωρείται ότι υπάρχει λ. όταν υπάρχουν περισσότερα από 8.000 στοιχεία ανά κυβικό χιλιοστό για τους ενηλίκους. Σύνηθες αίτιο της λ. είναι η λοίμωξη, οπότε η λ.… … Dictionary of Greek
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
γραμμάριο — Μονάδα μέτρησης μάζας στο σύστημα μονάδων CGS, το οποίο έχει ως θεμελιώδεις μονάδες το εκατοστόμετρο, το γ. και το δευτερόλεπτο. Το γ. ορίζεται ως το ένα χιλιοστό της μάζας του πρότυπου χιλιόγραμμου. Η μονάδα αυτή πρέπει να ονομάζεται ακριβέστερα … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
μικρόμετρο — Ονομασία δύο οργάνων με διαφορετικά χαρακτηριστικά (οπτικό μ. και τεχνικό μ.), τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση ακόμα και πολύ μικρών μηκών με μεγάλη ακρίβεια. Το τεχνικό μ. (ελεγκτήρας, πάλμερ, κοχλίας), χρησιμοποιείται πολύ στα… … Dictionary of Greek
μιλιαμπέρ — Μονάδα έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, που ισοδυναμεί με το ένα χιλιοστό του Αμπέρ (10 3 Α). Συμβολίζεται με mA. * * * το μετρολ. μονάδα έντασης ηλεκτρικού ρεύματος ίση προς το ένα χιλιοστό τού αμπέρ, με σύμβολο mΑ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι ] … Dictionary of Greek
μιλιμπάρ — (millibar). Μονάδα μέτρησης της πίεσης, ίση με ένα χιλιοστό του μπαρ, που συμβολίζεται mb. Χρησιμοποιείται στις μετεωρολογικές παρατηρήσεις για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης, η οποία παλαιότερα υπολογιζόταν σε χιλιοστόμετρα ή σε αγγλικούς… … Dictionary of Greek
χιλιοστόγραμμο — το, Ν μετρολ. μετρική μονάδα βάρους ίση προς το ένα χιλιοστό τού γραμμαρίου, κν. μιλιγκράμ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. milligram < milli (βλ. μίλι ), το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το αντίστοιχο χιλιοστο , + gram (<… … Dictionary of Greek